ἰλιγγιῶ

ἰλιγγιῶ
ἰ̱λιγγιῶ , ἰλιγγιάω
become dizzy
imperf ind mp 2nd sg
ἰ̱λιγγιῶ , ἰλιγγιάω
become dizzy
pres imperat mp 2nd sg
ἰ̱λιγγιῶ , ἰλιγγιάω
become dizzy
pres subj act 1st sg (attic epic ionic)
ἰ̱λιγγιῶ , ἰλιγγιάω
become dizzy
pres ind act 1st sg (attic epic ionic)
ἰ̱λιγγιῶ , ἰλιγγιάω
become dizzy
imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ιλιγγιώ — (ΑΜ ἰλιγγιῶ, άω) ζαλίζομαι, μέ πιάνει ίλιγγος (νεοελλ. μσν.) μτφ. α) τρομάζω να σκεφθώ κάτι, με κυριεύει ίλιγγος όταν τό σκέπτομαι β) μένω έκπληκτος, καταπλήσσομαι* μσν. φρ. «χαλεπῶς ἰλιγγιῶ» αισθάνομαι άσχημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴλιγγος + κατάλ. ιῶ,… …   Dictionary of Greek

  • κατιλιγγιώ — κατιλιγγιῶ, άω (Μ) (επιτ. τ. τοὺ ιλιγγιώ*) καταλαμβάνομαι από ισχυρὸ ίλιγγο, από σκοτοδίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἰλιγγιῶ «έχω ιλίγγους»] …   Dictionary of Greek

  • ειλιγγιώ — εἰλιγγιῶ ( άω) (Α) βλ. ιλιγγιώ …   Dictionary of Greek

  • ιλιγγιώδης — ες (Α ἰλιγγιώδης, ες) [ιλιγγιώ] αυτός που προξενεί ίλιγγο, σκοτοδίνη, ζάλη («ιλιγγιώδης ταχύτητα») νεοελλ. αυτός που σού προκαλεί ίλιγγο όταν τόν σκέπτεσαι ή τόν βλέπεις, αφάνταστος, ασύλληπτος, καταπληκτικός. επίρρ... ιλιγγιωδώς με ιλιγγιώδη… …   Dictionary of Greek

  • προσ- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση πρός και εμφανίζει τις εξής σημασίες: α) επίταση ή επαύξηση τής σημ. τού β συνθετικού (πρβλ. προσ αυξάνω, προσ έτι, προσ θέτω, πρόσ οδος, προσ φιλής, πρόσ χαρος) β) την… …   Dictionary of Greek

  • προσιλιγγιώ — άω, Μ [ἰλιγγιῶ] 1. ζαλίζομαι, με πιάνει ίλιγγος 2. είμαι πολύ ταραγμένος, είμαι αναστατωμένος …   Dictionary of Greek

  • σκοτοδινιώ — σκοτοδινιῶ, άω, ΝΑ [σκοτοδινία.] κυριεύομαι από σκοτοδίνη, χάνω το φως μου, ζαλίζομαι («ἰλιγγιῶ κάρα λίθῳ πεπληγμένος καὶ σκοτοδινιῶ», Αριστοφ.) αρχ. μτφ. ταράζομαι, εκπλήσσομαι, χάνω τον νου μου («ὑπερφυῶς ὡς θαυμάζω τίποτ ἐστὶ ταῡτα, καὶ ἐνίοτε …   Dictionary of Greek

  • στροβούμαι — όομαι, Α [στρόβος] ζαλίζομαι, μέ πιάνει ίλιγγος, ιλιγγιώ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”